Δεκελείας

Δεκελείας
Δεκελείᾱς , Δεκέλεια
a Decelean
fem acc pl
Δεκελείᾱς , Δεκέλεια
a Decelean
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Dekeleia Railway Station — Σιδηροδρομικός Σταθμός Δεκελείας Station statistics Address Dekeleia Lines …   Wikipedia

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Δέκελος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αττικής, επώνυμος του δήμου της Δεκέλειας, που ονομάστηκε έτσι την εποχή του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τη μυθολογία, όταν οι Διόσκουροι πήγαν στην Αττική αναζητώντας την αδελφή τους Ελένη, την οποία είχε απαγάγει ο… …   Dictionary of Greek

  • A3 motorway (Cyprus) — Infobox European road marker name = A3 Motorway Larnaca International Airport Ayia Napa name notes = Αυτοκινητόδρομος Διεθνούς Αερολιμένα Λάρνακας Αγίας Νάπας eroad = length = length km = 55 length mi = plalength = beltway city = Larnaca (partly) …   Wikipedia

  • δεκελεικός — ή, ό (Α δεκελεικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δεκέλεια ή προέρχεται απ αυτήν 2. φρ. «δεκελεικός πόλεμος» η τελευταία περίοδος τού Πελοποννησιακού πολέμου μετά την οχύρωση τής Δεκέλειας …   Dictionary of Greek

  • επιτείχιση — η (Α ἐπιτείχισις) [επιτειχίζω] εκτέλεση οχυρωματικών έργων, οχύρωση («τῇ ἐπιτειχίσει τῆς Δεκελείας προσεῑχον ἤδη τὸν νοῡν», Θουκ.) αρχ. 1. το σύνολο τών οχυρωματικών έργων, η αμυντική συγκρότηση 2. ανέγερση φρουρίου σε εχθρικά σύνορα …   Dictionary of Greek

  • Αμεινίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. Α. αποκαλούσαν επίσης οι αρχαίοι και τον θεό Διόνυσο, καθώς και έναν από τους εραστές του Νάρκισσου, ο οποίος αυτοκτόνησε με το ξίφος που του είχε στείλει ο τελευταίος, αφού πρώτα τον καταράστηκε να έχει την ίδια τύχη. 1 …   Dictionary of Greek

  • Αφίδναι/-ες — Μία από τις δώδεκα αρχικές πόλεις που ιδρύθηκαν στην Αττική από τον μυθικό βασιλιά Κέκροπα. Κατά την άλλη παράδοση, στις Α. υπάρχει και τύπος Άφιδνα– είχε κρύψει ο Θησέας την Ελένη της Σπάρτης. Την ανακάλυψαν και τη γύρισαν στην πόλη της τα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιπποθοωντίδα — Μία από τις 10 φυλές της Αττικής, που ιδρύθηκαν γύρω στο 508 π.Χ. από τον Κλεισθένη, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεών του. Το όνομά της οφείλεται στον Ιπποθόοντα και είναι γνωστό πως στη φυλή αυτή ανήκαν και οι δήμοι της Δεκέλειας, της Ελευσίνας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”